- συστηματικός
- -ή, -ό/ συστηματικός, -ή, -όν, ΝΑ [σύστημα, -ατος]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύστημα2. αυτός που ενεργεί ή αυτός που γίνεται με σύστημα (α. «συστηματικός μελετητής» β. «συστηματική έρευνα»)3. (με καλή σημ.) αυτός που στις σκέψεις και στις πράξεις του εφαρμόζει κανόνες τους οποίους έχει καθορίσει ο ίδιος («είναι συστηματικός σε κάθε δουλειά που αναλαμβάνει»)4. το θηλ. ως ουσ. η συστηματικήβιολ. βιολογικός κλάδος ο οποίος εξετάζει την ιεραρχημένη ταξινόμηση τών οργανισμών και περιλαμβάνει την περιγραφή τους και την ανάλυση τών πιθανών φυλογενετικών σχέσεων τους, καθώς και την ανάλυση τών σημαντικών διακριτικών χαρακτηριστικών τους5. φρ. α) «συστηματική ανάλυση»(μετεωρ.) η μελέτη τού ρόλου τών αλληλεπιδράσεων μέσα στην ατμόσφαιρα, η οποία συμβάλλει στην κατανόηση τών διαφόρων ατμοσφαιρικών φαινομένωνβ) «συστηματική θεολογία» — κλάδος τής θεολογίας ο οποίος περιλαμβάνει τα μαθήματα τής δογματικής, τής ιστορίας δογμάτων, τής συμβολικής, τής απολογητικής και γενικότερα τα μαθήματα για τη συστηματική ανάπτυξη τού περιεχομένου τής χριστιανικής πίστηςγ) «συστηματική νόσος»ιατρ. νόσος που προσβάλλει εκλεκτικά τους ιστούς ενός ανατομικού συστήματος οπουδήποτε και αν εντοπίζονται στον οργανισμόδ) «συστηματικό παραλήρημα»(ψυχιατρ.) παραλήρημα στο οποίο οι παραληρηματικές ιδέες οργανώνονται προοδευτικά έτσι ώστε να δίνουν την εντύπωση ύπαρξης ειρμού και λογικήςαρχ.1. αυτός που συναποτελεί σύστημα, που είναι οργανωμένος σε σύστημα2. ουσιώδης3. ιατρ. (για τον σφυγμό ή την αναπνοή) κανονικός4. φρ. «συστηματικὰ μέτρα» — μέτρα που αποτελούν τέλειο σύστημα (Ηφαιστ.).επίρρ...συστηματικώς και συστηματικά Ν1. κατά τρόπο συστηματικό2. κατά σύστημα, κατά κανόνα.
Dictionary of Greek. 2013.